- μικραύλαξ
- μικραῡλαξ, ὁ και ἡ (Α)(για αγρό) αυτός που έχει μικρά αυλάκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + αὖλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικραύλακος — μῑκραύ̱λακος , μικραῦλαξ with small furrows masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)